Αρκετοί από εμάς θυμηθήκαμε τα όσα συνέβησαν στο Chernobyl στις 26 Απριλίου του 1986 με αφορμή τη συγκλονιστική τηλεοπτική σειρά με τίτλο Chernobyl, βασισμένη στο αριστουργηματικό διήγημα της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς. Όσοι το παρακολουθήσαμε μέναμε άφωνοι μπροστά στο θάρρος και την ειλικρίνεια του καθηγητή Λεγκάσοφ και στα τραγικά διλλήματα με τα οποία ήρθε αντιμέτωπος στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων για τον περιορισμό των επιπτώσεων. Τί πραγματικά όμως συμβαίνει σήμερα, 35 χρόνια μετά τη βιβλική καταστροφή;
Οι επιστημονικές έρευνες που διενεργήθηκαν των πρώτη δεκαετία μετά το ατύχημα συγκλίνουν όλες στο συμπέρασμα ότι οι επιπτώσεις σε έμβια όντα αλλά και στο οικοσύστημα ήταν πραγματικά τραγικές, η περιοχή χαρακτηρίστηκε ως νεκρή ζώνη, ενώ μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας θεώρησε ότι στην περιοχή δεν θα μπορούσε να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα κανένα έμβιο ον για αρκετές εκατοντάδες, ίσως και χιλιάδες χρόνια. Μεταγενέστερες έρευνες έδειξαν ότι υπάρχει μεγάλη έλλειψη ικανής επιστημονικής έρευνας που θα μπορούσε να τεκμηριώσει τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα του πυρηνικού δυστυχήματος στα φυτά και τα ζώα. Αξιοσημείωτα είναι τα όσο αναφέρονται στο άρθρο των Baker & Wickliffe το 2011. Οι επιστήμονες αυτοί στις αρχικές τους έρευνες, που δημοσίευσαν το 1996 στο κορυφαίο περιοδικό Nature, διαπίστωσαν ότι υπήρχε υψηλός αριθμός μεταλλάξεων σε δύο είδη αρουραίων του Κόκκινου Δάσους (Red Forest). Σε μετέπειτα έρευνές τους, οι συγκεκριμένοι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι τα αρχικά αποτελέσματά τους δεν ήταν αξιόπιστα, ενώ κατέληξαν στη δύσκολη απόφασή τους να αποσύρουν το αρχικό τους άρθρο. Στη συνέχεια ανακοίνωσαν ότι δεν υπάρχουν τα αναγκαία επιστημονικά δεδομένα για να εξαχθεί ένα ασφαλές επιστημονικό συμπέρασμα για το θέμα αυτό.
Πρόσφατες δημοσιεύσεις δείχνουν ότι το οικοσύστημα στην περιοχή του Chernobyl υποστηρίζει άφθονη άγρια ζωή, ενώ ανάλογα αποτελέσματα έχουν δημοσιευτεί και για την περιοχή της Fukushima. Το γεγονός αυτό αποδίδεται κυρίως στην απουσία των ανθρώπων μετά από μεγάλες καταστροφές, ενώ οι όποιες επιπτώσεις από την έκθεση σε ακτινοβολία στα μεσαίου και μεγάλου μεγέθους θηλαστικά εμφανίζονται σε μεμονωμένα άτομα (ή ακόμα και σε μοριακό επίπεδο) και όχι σε επίπεδο πληθυσμών. Σχετικά με τα φυτά, αναφέρεται στις σχετικές δημοσιεύσεις ότι έχουν αναπτύξει έναν εντυπωσιακό μηχανισμό ανάσχεσης της γονιδιακής αστάθειας, ο οποίος επιτρέπει την επιβίωσή τους σε περιβάλλοντα με αυξημένη ιονίζουσα ακτινοβολία.
Ενώ τα δεδομένα σχετικά με το γονιδίωμα των οργανισμών πρέπει να συλλεχθούν με επιτόπου έρευνα, υπάρχει ένας ταχέως αναπτυσσόμενος κλάδος της επιστήμης, η τηλεπισκόπηση, που μας επιτρέπει να παρακολουθούμε την εξέλιξη διάφορων περιβαλλοντικών παραμέτρων από απόσταση (από εναέρια μέσα ή από δορυφόρους). Έτσι μπορούμε πλέον να παρακολουθούμε με δορυφορικές καταγραφές παραμέτρους όπως είναι η θερμοκρασία της επιφάνειας του εδάφους και των ωκεανών, η φυτοκάλυψη και η παραγωγικότητα της βλάστησης, η κάλυψη με χιόνι ή με παγεώνες, το είδος της κάλυψης γης και οι χρήσεις γης, τα υδάτινα αποθέματα, η κατάσταση της ατμόσφαιρας, κ.α.
Σε πρόσφατο άρθρο που δημοσιεύτηκε (https://doi.org/10.3390/land9110433), παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας που διενεργήθηκε στο Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, σχετικά με την επίδραση της αυξημένης ραδιενέργειας στην παραγωγικότητα των φυτών. Αναλύθηκαν λοιπόν δορυφορικά δεδομένα των είκοσι τελευταίων ετών σχετικά με την παραγωγικότητα της βλάστησης (δείκτης γνωστός στην τεχνική ορολογία ως NDVI) και την εξέλιξη της κάλυψης της γης (land cover) στη ζώνη αποκλεισμού του Chernobyl (ζώνη 30 km που περιβάλλει την περιοχή του δυστυχήματος). Τα δεδομένα συγκρίθηκαν με αυτά από δύο ευρύτερες ζώνες αυτές των 60 και 90 χλμ. στις οποίες δεν υποχρεώθηκε ο πληθυσμός να μετακινηθεί.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προκύπτουν εξετάζοντας όλους τους τύπους κάλυψης γης (δάση, χορτολιβαδικές εκτάσεις, καλλιεργούμενες περιοχές, κλπ) παρατηρείται μια εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγικότητας της βλάστησης στη ζώνη αποκλεισμού, υπερδιπλάσια συγκρινόμενη με τις δύο ευρύτερες ζώνες που εξετάστηκαν.
Επίσης παρατηρείται μια αύξηση της ξυλώδους βλάστησης στη ζώνη αποκλεισμού και σε μικρότερο βαθμό στη ζώνη των 60 χιλιομέτρων, κάτι που πιθανώς οφείλεται στην απουσία ή ελαχιστοποίηση της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλά ίσως και να σημαίνει ότι αυτού του είδους η βλάστηση είναι πιο ανθεκτική στην υψηλή ακτινοβολία.
Το κεντρικό συμπέρασμα της έρευνας αυτής είναι η εντυπωσιακή ανθεκτικότητα των φυτών στη χρόνια έκθεση σε ακτινοβολία. Αντίστοιχα συμπεράσματα έχουν διατυπωθεί σε άλλες εργασίες που αφορούσαν ζωικούς πληθυσμούς. Μια πιθανή απάντηση έρχεται από το εκλαϊκευμένο άρθρο στο περιοδικό Conversation με τίτλο «Why plants don’t die from cancer» (Thompson, 2019), όπου περιγράφονται οι εξελιγμένοι μηχανισμοί που έχουν αναπτύξει τα φυτά για να αντικαθιστούν τα νεκρά κύτταρα ή να αποκαθιστούν βλάβες ανεξάρτητα αν αυτές προέρχονται από επιθέσεις ζώων ή έκθεση σε ακτινοβολία. Παρόλα αυτά θα πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη τις μοιραίες συνέπειες της έκθεσης σε ακτινοβολία, οι οποίες προκαλούν βλάβες σε επίπεδο οργανισμού (φυτικού ή ζωικού). Αν πάντως αυτή η βλάβη δεν είναι μοιραία και υπάρχουν άφθονοι πόροι για την υποστήριξη της ζωής, τότε η ζωή θα επανέλθει, κάτι που παρατηρείται σε πολλές περιοχές του πλανήτη μετά από βιβλικές καταστροφές.
Ως τελικό συμπέρασμα θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ακόμη η ανθρωπότητα δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει μια αδιαμφισβήτητη γνώση σχετικά με τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της έκθεσης σε ιονίζουσα ακτινοβολία. Οι παρατηρήσεις μας σχετικά με τον τρόπο επανόδου της άγριας ζωής σε περιοχές που έχουν πληγεί από ραδιενεργές καταστροφές, υποδεικνύουν τη δύναμη της φύσης να επουλώνει τις πληγές της, ιδιαίτερα σε περιοχές που έχουν εγκαταλειφθεί από τους ανθρώπους.