Οδηγίες αγκυροβολίας
Η τεχνική της αγκυροβολίας (φουνταρίσματος) είναι πολύ σημαντική δραστηριότητα διότι έχει άμεση σχέση με την ασφάλεια, τόσο του σκάφους μας και των επιβαινόντων αλλά και των άλλων σκαφών που είναι φουνταρισμένα στην περιοχή. Ο κυβερνήτης του σκάφους πρέπει καταρχήν να αποφασίσει ποιο είναι το σωστό σημείο που θα ποντίσει την άγκυρα. Η σωστή θέση αγκυροβολίας εξαρτάται άμεσα από την πείρα αλλά και τις γνώσεις του κυβερνήτη. Η ανάλυση που γίνεται παρακάτω είναι προς την κατεύθυνση αυτή.
Η διαδικασία του φουνταρίσματος στις μέρες μας έχει απλουστευτεί πολύ με τα ηλεκτρονικά συστήματα (βυθόμετρο, GPS, μετρητής μήκους καδένας κλπ) που διαθέτουν τα σκάφη.
Όταν έχει καλοκαιρία το φουντάρισμα είναι σχετικά απλή διαδικασία. Όταν όμως οι καιρικές συνθήκες είναι δυσμενείς, με κυματισμό ή / και δυνατό αέρα τότε πρέπει να φουντάρουμε παίρνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα και τις προφυλάξεις που προβλέπονται.
Είναι σημαντικό να αναλύσουμε όλα τα μέρη του σκάφους σχετικά με την αγκυροβολία και να κατανοήσουμε την τεχνική της αγκυροβολίας αλλά και να δούμε τις βασικές αρχές τις οποίες θα πρέπει να αφομοιώσουμε για μπορέσουμε να τις εφαρμόσουμε.
Συχνοί τύποι αγκυρών
Η άγκυρα είναι ένα απαραίτητο εφόδιο στον εξοπλισμό όλων των σκαφών ανεξάρτητα του τύπου, του μήκους και της χρήσης του.
Στην αρχαιότητα οι άγκυρες που χρησιμοποιήθηκαν στα πλοία της εποχής, ήταν μεγάλες πέτρες δεμένες με ένα σχοινί. Αυτός ο τύπος άγκυρας κρατούσε το σκάφος σε σχέση με τον βυθό μόνο με το βάρος της. Γύρω στο 600 π.Χ. οι Έλληνες σχεδίασαν μια άγκυρα που είχε ένα νύχι και επιπλέον μία κάθετη ράβδο στην κορυφή της άγκυρας, διευκολύνοντας το νύχι να εισχωρεί στον βυθό. Αυτός ο τύπος άγκυρας χρησιμοποιήθηκε στα πλοία μέχρι την εποχή του Μεσαίωνα, οπότε οι Βρετανοί ανακάλυψαν την άγκυρα του Βρετανικού Ναυαρχείου, την άγκυρα που κυριάρχησε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
Με την πάροδο των χρόνων οι άγκυρες εξελίχθηκαν στην σημερινή τους μορφή. Σήμερα οι άγκυρες έχουν την ιδιότητα, η δύναμη κράτησής τους στο βυθό, να οφείλεται περισσότερο στο σχήμα τους παρά στο βάρος τους. Ασφαλώς και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά παίζουν τον ρόλο τους στο κράτημα της άγκυρας στον βυθό.
Εδώ θα δούμε μερικές μόνο από τις άγκυρες οι οποίες χρησιμοποιούνται στα σκάφη αναψυχής.
a) Άγκυρα Danforth
Είναι πολύ διαδεδομένος τύπος άγκυρας στα σκάφη αναψυχής, στοιβάζεται στη δελφινιέρα. Τα πλατιά της πτερύγια κρατούν πολύ καλά στη λάσπη και την άμμο και γενικά σε μαλακό βυθό αρκεί να εισχωρήσουν στον βυθό, ενώ υστερούν στους βραχώδεις βυθούς. Μειονέκτημά της είναι ότι εάν δεν ανοίξουν για να εισχωρήσουν στο έδαφος θα κρατάει το σκάφος μόνο με το βάρος της. Η στοιβασιά της είναι εύκολη επειδή τα νύχια της είναι κινητά και εξοικονομεί χώρο, πλεονέκτημα για τα μικρά σκάφη.
b) Άγκυρα Delta ή CQR
Αυτές οι άγκυρες έχουν μία ομοιότητα, το μονό νύχι, που πιάνει όπως και να γυρίσει το σκάφος. Η Delta είναι μονοκόμματη χωρίς κινητά μέρη. Η CQR δεν είναι μονοκόμματη αλλά κινείται ο κορμός της σε σχέση με το νύχι. Είναι εξίσου διαδεδομένες με τις danforth στα σκάφη αναψυχής, πιάνουν γρήγορα και πολύ καλά . Στοιβάζονται κατάπλωρα στην δελφινιέρα του σκάφους .
c) Άγκυρα Bruce
Αυτός ο τύπος άγκυρας είναι ένα μονό άγκιστρο και δύο ακόμα βοηθητικά άγκιστρα με ανοδική φορά λίγο πιο πίσω δεξιά και αριστερά του κεντρικού. Είναι μονοκόμματη χωρίς κινητά μέρη. Υπάρχει σε διάφορα μεγέθη και πιάνει σε άμμο και λάσπη καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο τύπο άγκυρας. Μειονέκτημά τους ο όγκος, κρατούν αποκλειστικά λόγω σχήματος.
Ο «κλέφτης»
Εκτός από την καδένα και το αγκυρόσκοινο υπάρχει και ένα απαραίτητο συμπλήρωμα των μέσων αγκυροβολίας που λέγεται «κλέφτης». Είναι ένα λεπτό σκοινί του οποίου το ένα άκρο δένουμε στην άκρη του κορμού της άγκυρας προς το ή τα νύχια (σχήμα 5) και το άλλο σε ένα τσαμαδούρι ή ακόμα και στην πλώρη μας.
Αν η άγκυρα πιαστεί στον βυθό, είναι συνηθισμένο να κάνουμε κινήσεις με τη μηχανή, βιράροντας από διαφορετικές γωνίες για να την ελευθερώσουμε. Με τον «κλέφτη» όμως μπορούμε να ελευθερώσουμε την άγκυρα μας τραβώντας την και απομακρύνοντας την από το σημείο που έχει πιαστεί. Φέρνουμε λοιπόν την πλώρη του σκάφους πάνω από την άγκυρα και λασκάροντας την καδένα της βιράρουμε τον κλέφτη ώστε να ελευθερωθεί η άγκυρα και βιράρουμε κανονικά την καδένα.
Άλλος ένας τρόπος να πάρουμε την άγκυρα πάνω είναι, πριν φουντάρουμε, να πιάσουμε το κλειδί της άγκυρας στο καλάμι και με ένα σκοινάκι και να δέσουμε ένα κρίκο της καδένας από την μεριά του νυχιού της άγκυρας. Αν η άγκυρα πιαστεί στον βυθό το σκοινάκι θα σπάσει, με την ένταση του εργάτη αποτέλεσμα να τη βιράρουμε από το νύχι (σχήμα 6) ανάποδα δηλαδή. Αυτός ο τρόπος πρέπει να αποφεύγεται διότι εάν για οποιοδήποτε λόγο το σκοινάκι σπάσει η άγκυρα μας θα χάσει το κράτημα της.
0 κλέφτης με τσαμαδούρι επιφανείας πρέπει να αποφεύγεται στα λιμάνια διότι μπορεί εύκολα το σκοινάκι του να πιαστεί από την προπέλα διερχόμενου σκάφους και η άγκυρα μας να χάσει το κράτημα της. Ο κλέφτης σε αυτήν περίπτωση θα πρέπει να είναι βυθισμένος στο νερό. Οι εναλλακτικές μας είναι:
- Με τσαμαδούρι και ένα μικρό σκοινάκι περίπου 1 μέτρο σε μήκος. Σε περίπτωση που η άγκυρα μας πιαστεί τότε κάποιος από το πλήρωμα πρέπει να βουτήξει για να ελευθερώσει την άγκυρα
- Σκοινί βυθιζόμενο που θα φτάνει στην πλώρη μας ή σε κάποια απόσταση πάνω στην καδένα μεγαλύτερη όμως από το βάθος της θάλασσας όπου ποντίσαμε την άγκυρα
Μερικές φορές τυχαίνει η άγκυρά μας να πιάσει μια καδένα κάποιου άλλου σκάφους, οπότε όσες κινήσεις και να κάνουμε δεν μπορούμε να την ελευθερώσουμε, αν δεν έχουμε δέσει κλέφτη στο καλάμι. Αν υπάρχει κλέφτης, απλώς λασκάρουμε την καδένα και βιράρουμε τον κλέφτη. Εάν στο σκάφος υπάρχει εργάτης και δυνατότητα να βιράρουμε την καδένα που έχουμε πιάσει, απλώς βιράρουμε μέχρι να ξενερίσει η άγκυρα, περνάμε ένα σκοινάκι μπεντένι στην καδένα του άλλου σκάφους και λασκάροντας τη δική μας, ξεπερνάμε την άγκυρα μας και βιράρουμε μέχρι να ασφαλίσουμε την άγκυρά μας, μετά αφήνουμε ελεύθερο το μπεντένι.
Αν δεν υπάρχει δυνατότητα να βιράρουμε την καδένα του άλλου σκάφους και δεν έχουμε ήδη τοποθετήσει τον κλέφτη, καταφεύγουμε στη μέθοδο του αυτοσχέδιου κλέφτη με την αλυσίδα. Περνάμε ένα κομμάτι αλυσίδας γύρω από την καδένα μας και συνδέουμε τις δύο άκρες της αλυσίδας με ένα ναυτικό κλειδί το οποίο δένουμε σε ένα σκοινί. Φέρουμε την πλώρη της βάρκας μας πάνω από την άγκυρα μας λασκάροντας το σκοινί με την αλυσίδα μέχρι να φτάσει στην άγκυρά μας και να την πιάσουμε και να την πάρουμε επάνω.
Το αγκυρόσκοινο
Το κυριότερο πλεονέκτημά του αγκυρόσκοινου είναι το μικρό βάρος που προσθέτει στην πλώρη, όταν ταξιδεύει το σκάφος αλλά και όταν βιράρουμε την άγκυρα μας, πράγμα που συγχρόνως όμως αποτελεί μειονέκτημα για το κράτημά της άγκυρας μας. Τα σύγχρονα αγκυρόσκοινα είναι βυθιζόμενα, αλλά δεν δημιουργούν / σχηματίζουν την επιθυμητή καμπύλη από το σκάφος προς την άγκυρα. Όταν χρησιμοποιούμε σκέτο αγκυρόσκοινο με κάποιο μήκος καδένα, καλό θα ήταν να κρεμούσαμε ένα βαρίδι κάπου στο μέσο του εκτάματος για να του προσθέσει βάρος και να κρατήσει το τμήμα μεταξύ άγκυρας και βαριδιού όσο γίνεται υπό μικρότερη γωνία σε σχέση με τον βυθό. Με τον τρόπο αυτό η άγκυρα κρατάει καλύτερα και επιτυγχάνεται πια καλό «σουστάρισμα» άρα λιγότερες πιθανότητες να ξεσύρει η άγκυρά μας στον καιρό (σχήμα 9).
Εάν και εφόσον θα πρέπει να παραμείνουμε αγκυροβολημένοι σε ένα αγκυροβόλιο και λόγω καιρού, θα πρέπει να αυξήσουμε το κράτημα του εκτάματος, χρησιμοποιώντας δύο άγκυρες εν σειρά, την πρώτη για να μας κρατάει και τη δεύτερη για να βυθίζει την καδένα της πρώτης και να συγκρατεί το έκταμα παράλληλα με το βυθό (σχήμα 11).
Το έκταμα
Το έκταμα είναι το μήκος της καδένας ή της καδένας και του σχοινιού που έχουμε αφήσει με την άγκυρα ποντισμένη από την άγκυρα μέχρι το Bowroller του φουσκωτού μας. Όταν ο καιρός είναι καλός, μέχρι 3Β, το έκταμα πρέπει να είναι τουλάχιστον τρείς φορές το βάθος της θάλασσας στο σημείο που θα ποντίσουμε την άγκυρα. Εάν λοιπόν το βάθος είναι 3 μέτρα το ελάχιστο έκταμα θα πρέπει να είναι τουλάχιστον 9 μέτρα.
Αντίστοιχα λοιπόν όταν ο καιρός επιδεινωθεί, μέχρι 5Β, το έκταμα της καδένας πρέπει να είναι πενταπλάσιο και με καιρικές συνθήκες πάνω από 5Β επταπλάσιο του βάθους. Στην περίπτωση όμως συνδυασμού καδένας και αγκυρόσκοινου, θα πρέπει να αφήνουμε ανάλογα περισσότερο έκταμα.
Ας ανακεφαλαιώσουμε τα παραπάνω, ανάλογα με τη χρησιμοποίηση καδένας, αγκυρόσκοινου ή συνδυασμού των δύο, με τη βοήθεια του σχήματος.
Καδένα: Το ελάχιστο έκταμα πρέπει να είναι τριπλάσιο του βάθους στο σημείο της αγκυροβολίας, αυξανόμενα όμως σε πενταπλάσιο ή επταπλάσιο, ανάλογα με την κατάσταση του καιρού.
Καδένα και αγκυρόσκοινο: Το ελάχιστο έκταμα πρέπει να είναι τετραπλάσιο του βάθους. Περισσότερο έκταμα χρειάζεται, ανάλογα με τον καιρό αλλά και με την ποιότητα του βυθού.
Το είδος, το υλικό και η διάμετρος της καδένας ή του αγκυρόσκοινου που χρησιμοποιούμε, είναι πολύ σημαντικά. Η καδένα είναι η καλύτερη λύση, γιατί αντέχει περισσότερο στη φθορά, δημιουργεί καλύτερη καμπύλη αλλά και «σουστάρει» περισσότερο λόγω του βάρους της απορροφώντας πιο γλυκά το σκαμπανέβασμα του σκάφους. Είναι ακόμα μεγάλο πλεονέκτημά ότι λόγω του βάρους της «κάθεται» στο βυθό και «τραβάει» την άγκυρα παράλληλα με την επιφάνειά του βυθού. Το αποτέλεσμα είναι η μεγαλύτερη τριβή αντίστασης, άρα καλύτερο κράτημα για το σκάφος. Το βάρος όμως της καδένας, μέσα σε όλα τα πλεονεκτήματά του, παρουσιάζει και μειονεκτήματα, που δεν είναι άλλο από το βάρος, το οποίο προσθέτει στην πλώρη του σκάφους όταν αυτό ταξιδεύει αλλά και όταν πρέπει να βιράρουμε με τα χέρια. Γιά αυτό στα σύγχρονα μικρά πλαστικά σκάφη χρησιμοποιούμε ένα συνδυασμό καδένας και αγκυρόσκοινου.
Είναι σημαντικό να ασφαλίσουμε το ναυτικό κλειδί μεταξύ της άγκυρας και της καδένας για να αποφύγουμε τα απρόοπτα.
Εξέταση της μορφολογίας του βυθού
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε πως ανεξάρτητα από κάθε τύπο άγκυρας και τα πλεονεκτήματά του, είναι σημαντικό να βοηθάει και ο βυθός. Σε περίπτωση που θα φουντάρουμε σε βυθό που είναι σχετικά λείος βράχος καμία άγκυρα δεν θα μας κρατήσει. Ο καλύτερος για κράτημα βυθός θεωρείται ο λασπώδης και ο αμμώδης μια και είναι πιο εύκολο να «θαφτεί» μέσα του η άγκυρα. Στη συνέχεια, με σειρά σπουδαιότητας στο κράτημα έρχεται ο βυθός με λάσπη και πέτρες, τα βότσαλα, η άμμος και τέλος τα βράχια.
Ο βραχώδης βυθός με ανωμαλίες όπως στα σχήματα 3Α και 3Β, εκτός του ό,τι δεν προσφέρει καλό κράτημα, μπορεί συχνά να μας πιάσει την άγκυρα, δηλαδή να σφηνώσει η άγκυρα και να μην μπορούμε να την πάρουμε επάνω.
Είναι καλή πρακτική να κάνουμε έναν έλεγχο, ειδικά το καλοκαίρι που θα κάνουμε το μπάνιο μας ούτως ή αλλιώς, να πάρουμε κατά μήκος την καδένα μας και να δούμε με την μάσκα εάν η αγκυρά μας έχει πιάσει και ότι η καδένα μας έχει απλώσει σωστά στον βυθό. Να κάνουμε και έναν γενικότερο έλεγχο στην κατάσταση του βυθού.
Η τακτική του φουνταρίσματος
Μεγάλη προσοχή χρειάζεται και στην προετοιμασία για το φουντάρισμα. Αν λασκάρουμε το φρένο του εργάτη απότομα, η άγκυρα ελευθερώνεται και πέφτει στη θάλασσα, αποκτώντας μεγάλη αρχική ταχύτατα, λόγω του συνδυασμού του βάρους της με της καδένας, με αποτέλεσμα να μην πιάνει το φρένο ή να ξεκαβαλήσει η καδένα από το αλυσέλικτρο (σκρόφα). Για τον λόγο αυτό μαϊνάρουμε και κρεμάμε την άγκυρα μερικά μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας όχι περισσότερο από το βάθος της θάλασσας για να μην σκαλώσει η άγκυρα πριν το σημείο που θέλουμε. Κατά το φουντάρισμα, το σκάφος κινείται αργά πρόσω ή ανάποδα. Ελέγχοντας το έκταμα, «απλώνουμε» την καδένα κατά μήκος του βυθού, αποφεύγοντας έτσι συγχρόνως το μπέρδεμα του εκτάματος στα νύχια της που θα την κάνει να χάσει την αποτελεσματικότητά της και να ξεσέρνει στο παραμικρό τράβηγμα, αφού δεν θα μπορέσει να θαφτεί στο βυθό.
Μέχρι εδώ είδαμε και εξετάσαμε μερικές βασικές αρχές της αγκυροβολίας, την ορολογία και τα όργανα του φουνταρίσματος, τα είδη των βυθών και άλλα απαραίτητα στοιχεία. Στη συνέχεια θα δούμε μερικά ακόμα μυστικά και χρήσιμες συμβουλές, αρχίζοντας από την προετοιμασία για το φουντάρισμα. Πριν μπούμε στις λεπτομέρειες που αφορούν την εκλογή του αγκυροβολίου και την τακτική του φουνταρίσματος, ας δούμε μερικές συμβουλές για την προετοιμασία του, ιδιαίτερα στα σκάφη που δεν διαθέτουν εργάτη.
Στο σχήμα 8 βλέπουμε μια καδένα κατάλληλα διευθετημένη για να μη βερινιάσει. Μαϊνάρουμε λίγη καδένα και είμαστε έτοιμοι για το φουντάρισμα. Φουντάρουμε πάντα με την πλώρη στον καιρό μέχρι η άγκυρα να ακουμπήσει στον βυθό. Με τον τρόπο αυτό μπορούμε να κρατήσουμε το σκάφος στην θέση του με κινήσεις ελαφρά πρόσω για να μην ξεπέσει το σκάφος από την θέση που θέλουμε να ποντίσουμε την άγκυρα αλλα και για να μη μπερδέψει η άγκυρα στην ή στις προπέλες. Επίσης, όταν φουντάρουμε από πρύμα, έχουμε την πρύμνη στον καιρό και κρατάμε την θέση μας με κινήσεις ελαφρά ανάποδα μέχρι η άγκυρα να φτάσει στον βυθό. ‘Οταν η προπέλα φτάσει στον βυθό μαινάρουμε την καδένα ή το αγκυρόσκοινο και απομακρύνουμε το σκάφος από το σημείο που ποντίσαμε την άγκυρα. Προσπαθούμε να μετακινούμε το σκάφος με την ίδια ταχύτητα που λασκάρουμε την καδένα μας. Αφού αφήσουμε μερικά μέτρα καδένας, σταματάμε να μαινάρουμε την καδένα μας για να δοκιμάσουμε το κράτημα της άγκυρας στον βυθό. Αυτό θα το διαπιστώσουμε με την κίνηση δεξιά – αριστερά της πλώρης μας και με το γεγονός ότι θα φερμάρει η καδένα μας ή το αγκυρόσκοινο.
Η επιλογή του αγκυροβολίου
Η επιλογή του μέρους που θα φουντάρουμε στον όρμο, έχει πολύ μεγάλη σημασία εάν θέλουμε να μείνουμε εκεί με ασφάλεια, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να διανυκτερεύσουμε. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να αποφύγουμε τις γρήγορες κινήσεις, πάντα κινούμεθα κόντρα στον αέρα και αργά αλλά σταθερά. Πρέπει να σιγουρευτούμε ότι ο βυθός προσφέρει καλό κράτημα για την άγκυρα μας και ότι τα νερά έχουν ικανοποιητικό βάθος σε σχέση πάντα με το βύθισμα του σκάφους και το έκταμά μας, δηλαδή αν είναι τόσο βαθιά, που να μπορούμε να πλησιάσουμε, αλλά και να κρατηθούμε με ασφάλεια με το έκταμα που διαθέτουμε.
Βεβαιωνόμαστε λοιπόν το σημείο που θα φουντάρουμε να είναι να έχει:
- Iκανή απόσταση από τα άλλα σκάφη ώστε να μην έρθουμε σε επαφή με κάποιο από τα διπλανά σκάφη. (σχήμα 12)
- Κοντά σε σκάφη ίδιου τύπου με το δικό μας, ώστε η ταχύτητα περιστροφής και η τροχαιά που διαγράφουν με την αλλαγή της κατεύθυνσης του αέρα να είναι περίπου ίδιες.
- Ελέγχουμε τα σημεία στα οποία άλλα γειτονικά σκάφη έχουν ήδη φουντάρει, υπολογίζοντας από το βάθος και τη γωνία κατά την οποία καλούν τα εκτάματά τους να μη σταυρώσουμε την καδένα μας με αυτήν άλλου σκάφους. Την ευθύνη για μια τέτοια λανθασμένη εκτίμηση έχει πάντα ο κυβερνήτης του σκάφους που φουντάρει τελευταίο.
Πρέπει να θυμόμαστε ότι τα ελαφρά σκάφη με μεγαλύτερη επιφάνεια εξάλλων αλλά και μικρότερη επιφάνεια υφάλων περιστρέφονται γρηγορότερα με τις αλλαγές του αέρα.
Ελέγχουμε επίσης αν ο κύκλος περιστροφής γύρω από το σημείο που έχουμε φουντάρει δεν περνά από αβαθή, όπου το σκάφος μας μπορεί να κτυπήσει ή να προσαράξει εάν ο άνεμος αλλάξει διεύθυνση (σχήμα 13). Ένα ακόμα σημαντικό κριτήριο για το αγκυροβόλιό μας είναι να έχει την απαιτούμενη προστασία από τον καιρό και τον κυματισμό. Πρέπει εδώ να γίνει σαφές ότι τα σκάφη που έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια υφάλων αλλά και μικρότερη επιφάνεια εξάλλων, περιστρέφουν με πιο αργούς ρυθμούς όταν φυσάει και όταν αλλάζει η κατεύθυνση του κυματισμού.
Χρήσιμες συμβουλές για το φουντάρισμα
Εάν η ακτή είναι κοντά, μπορούμε να φουντάρουμε στον καιρό και να δέσουμε ένα «κάβο πιάνο» έξω. Εάν υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερο κράτημα, οπότε φουντάρουμε δύο άγκυρες ή εν σειρά, όπως στην περίπτωση του σχήματος 17, οι δύο άγκυρες θα πρέπει να είναι υπό γωνία 40 μοιρών, όπου η διεύθυνση του ανέμου θα είναι η διχοτόμος της.
Ο τρόπος για να φουντάρουμε δύο άγκυρες φαίνεται στο σχήμα 18. Φουντάρουμε την πρυμιά άγκυρα με τον τρόπο που είπαμε ήδη παραπάνω και κινούμε το σκάφος στις 90 μοίρες από την τελική θέση που θα έχει όταν ολοκληρώσουμε την διαδικασία. Οταν φτάσουμε στο σημείο που θέλουμε να φουντάρουμε την δεύτερη άγκυρα ξεκινάμε το φουντάρισμα πρσπαθώντας να κρατήσουμε την θέση μας με την πλώρη προς τον καιρό. Όταν η δεύτερη άγκυρα φτάσει στον βυθό αφήνουμε το σκάφος να ξεσύρει από τον καιρό μαινάροντας την καδένα από την δεύτερη άγκυρα, κρατώντας δεμένο στο κοτσανέλο το αγκυρόσκοινο της άγκυρας που φουντάραμε πρώτη. ‘Οταν φτάσουμε περίπου στο σημείο που θέλουμε ζυγίζουμε το αγκυρόσκοινο και την καδένα ώστε να κρατούν κατά το δυνατόν ισομερισμένες τις δυνάμεις έλξης.
Το φουντάρισμα με τον τρόπο αυτό μπορεί να γίνει πλέοντας με την μηχανή, (σχήμα 18), είτε ακόμα φουντάροντας κανονικά την πρώτη άγκυρα με το σκάφος και τη δεύτερη με το dinghy (σχήμα 19).
Αν δεν υπάρχει περιορισμένος χώρος που να μας αναγκάζει να μειώσουμε την ακτίνα περιστροφής του σκάφους με την αλλαγή της διεύθυνσης του καιρού, θα είμαστε πάντα πιο σίγουροι εάν αφήσουμε μεγαλύτερο έκταμα για την άγκυρά μας. Εάν ο καιρός το επιτρέπει και για να περιορίσουμε την ακτίνα σε περιορισμένο αγκυροβόλιο, μπορούμε να δέσουμε ένα μακρύ κάβο στη στεριά. Αν ο άνεμος έχει μεγάλη ένταση θα πρέπει να αποφύγουμε τον κάβο προς την στεριά αφήνοντας το σκάφος στην άγκυρά του να γυρίζει ανάλογα με τη διεύθυνση του αέρα, παίρνοντας το κύμα με την πλώρη.
Πότε ξεσέρνουμε;
Πολλές φορές έχουμε την αίσθηση ότι η άγκυρα δεν κρατάει καλά και ξεσέρνει. Ένας τρόπος να το διαπιστώσουμε είναι να παρακολουθήσουμε σημεία της στεριάς. Αν διαπιστώσουμε ότι το σκάφος μας γυρίζει με την μπάντα στον καιρό, είναι σχεδόν βέβαιο ότι τι άγκυρα ξεσέρνει. Αν, κρατώντας το αγκυρόσκοινο διαπιστώσουμε ακανόνιστους κραδασμούς, είναι ένα δείγμα ότι ξεσέρνουμε. Αν έχουμε έστω και την παραμικρή αμφιβολία για το πόσο κρατάει η άγκυρα, το καλύτερο είναι να την πάρουμε πάνω και να ξαναφουντάρουμε.