Σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα του Δρ Joel Thornton του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σηάτλ, τα πλοία αυξάνουν τον αριθμό των καταιγίδων! Όπως έδειξαν στη δημοσίευσή τους στο επιστημονικό περιοδικό «Geophysical Research Letters», οι κεραυνοί κατά μήκος των εμπορικών ναυτικών οδών του Ινδικού Ωκεανού και της Νότιας Θάλασσας της Κίνας, είναι σχεδόν διπλάσιοι από αυτούς που καταγράφονται στις υπόλοιπες περιοχές των θαλασσών αυτών.
Ο Δρ Thornton και η ομάδα του μελέτησαν 1.5 δις κεραυνών που καταγράφηκαν από το World Wide Lightning Location Network (ένα διεθνές δίκτυο καταγραφής κεραυνών), μεταξύ του 2005 και 2016. Όπως φαίνεται και στον χάρτη, τα κεραυνικά χτυπήματα συγκεντρώνονται κατά κύριο λόγο κατά μήκος των εμπορικών γραμμών. Η γραμμή που περνά από τα νότια της Σρι Λάνκα προς την βόρεια είσοδο των στενών της Μαλάκκας και κατόπιν νότια προς τα στενά της Σιγκαπούρης, πραγματικά λάμπουν! Ανάλογη είναι και η εικόνα κατά μήκος των γραμμών που ξεκινούν από την Σιγκαπούρη και τη δυτική Μαλαισία και εκτείνονται βορειοανατολικά κατά μήκος της Νότιας Θάλασσας της Κίνας.
Η πιο πιθανή εξήγηση είναι ότι τα μικροσωματίδια που εκπέμπονται από τα πλοία προκαλούν την παρατηρηθείσα αύξηση των καταιγίδων και κατά συνέπεια των κεραυνών. Τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στην ανοιχτή θάλασσα είναι πλούσια σε θείο και η καύση τους παράγει διαλυτά οξείδια που λειτουργούν ως πυρήνες συμπύκνωσης, πάνω στους οποίους «κολλάει» ο υδρατμός, δημιουργώντας νεφοσταγόνες. Σύμφωνα με τον Δρ Thornton, οι εν λόγω σταγόνες είναι μικρότερες από αυτές που δημιουργούνται σε μη-μολυσμένες θαλάσσιες περιοχές. Έτσι είναι πιο εύκολο να μεταφερθούν ψηλότερα στην ατμόσφαιρα από ανοδικά ρεύματα και να δημιουργήσουν νέφη κατακόρυφης ανάπτυξης, κάποια εκ των οποίων θα εξελιχθούν σε καταιγιδόφορα νέφη.
Μια σειρά από προτάσεις υπόσχονται να επαναφέρουν την κεραυνική δραστηριότητα στα κανονικά επίπεδα: η μείωση της περιεκτικότητας των καυσίμων σε θείο και η ελάττωση της ταχύτητας πλεύσης σε συνδυασμό με τη βελτίωση των συστημάτων προώθησης συμπεριλαμβάνονται σε αυτές. Σε μερικά χρόνια λοιπόν ίσως η κατάσταση να έχει επανέλθει στο φυσιολογικό. Έως τότε, μπορούμε να προβληματιζόμαστε από μία ακόμη περίπτωση ανθρωπογενούς επέμβασης στο κλίμα.
economist.com
meteo.gr