Τον τελευταίο καιρό, λόγω των εντάσεων με την Τουρκία και των συζητήσεων περί αγοράς νέων φρεγατών για το ελληνικό πολεμικό ναυτικό, η ναυτική τεχνολογία βρίσκεται στην επικαιρότητα- και θέματα όπως η αεράμυνα περιοχής, η χαμηλή παρατηρησιμότητα/ stealth χαρακτηριστικά εμφανίζονται πολύ συχνότερα από ό,τι παλαιότερα στον δημόσιο διάλογο. Επίσης, σε ευρύτερο, διεθνές πλαίσιο, οι ναυτικοί εξοπλισμοί φαίνονται να εντείνονται, δεδομένης της στρατιωτικής ανόδου της Κίνας και της στροφής της προσοχής των ΗΠΑ στον Ειρηνικό- και, παράλληλα με την ταχεία πρόοδο των στρατιωτικών τεχνολογιών, φαίνεται πως το περιβάλλον του ναυτικού πολέμου αλλάζει ριζικά και με ταχείς ρυθμούς, θέτοντας υπό αμφισβήτηση δεδομένα δεκαετιών.
Στο ευρύτερο αυτό πλαίσιο, φαίνεται όλο και σημαντικότερο για ένα σκάφος να μπορεί να παραμένει αθέατο στον αντίπαλο πριν (και, ει δυνατόν, αφού) τον πλήξει, με βάση το αξίωμα του σύγχρονου πολέμου πως, αυτός που χτυπά πρώτος είναι πιθανότερο να είναι αυτός που επικρατεί σε μια αναμέτρηση. Ωστόσο οι βάσεις για τα stealth χαρακτηριστικά στα πλοία έχουν μπει εδώ και δεκαετίες, όπως και στα αεροσκάφη- και χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αμερικανικού Sea Shadow («Σκιά της Θάλασσας»), ενός σκάφους που προοριζόταν να αποτελέσει το «F-117 της θάλασσας» και μπορεί να μην τέθηκε ποτέ σε ενεργό υπηρεσία, ωστόσο τα «μαθήματα» και η εμπειρία που προέκυψαν από αυτό αξιοποιήθηκαν αργότερα, σε σκάφη όπως τα αντιτορπιλικά κλάσης Zumwalt.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό αφιέρωμα του Popular Mechanics, το σκάφος αυτό αποτέλεσε ένα πρόγραμμα της δεκαετίας του 1980, με το πλοίο να ναυπηγείται στις εγκαταστάσεις της Lockheed Missiles & Space Co στο Ρέντγουντ Σίτι της Καλιφόρνια- ένα «μαύρο» πρόγραμμα 200 εκατ. δολαρίων που επισήμως δεν υπήρχε. Εν τέλει η ύπαρξή του δημοσιοποιήθηκε το 1993, και, μεταξύ άλλων, έγιναν γνωστές οι διαστάσεις (μήκος 50 μέτρα, πλάτος 21 και εκτόπισμα 560 τόνοι) του και το ότι διέθετε τεχνολογία «ελέγχου ίχνους» (stealth).
Όπως αναφέρει το Popular Mechanics, κίνητρο του αμερικανικού ναυτικού για την ανάπτυξή του ήταν οι εμπειρίες και τα συμπεράσματα που είχαν προκύψει από τις ναυτικές αναμετρήσεις της δεκαετίας του 1980- όπως πχ για παράδειγμα ο πόλεμος των Φόκλαντς ή επίθεση στο αμερικανικό USS Stark από ιρακινό αεροσκάφος– και ειδικότερα ως προς τη χρήση κατευθυνόμενων αντιπλοϊκών πυραύλων όπως ο γαλλικός Exocet, που έδειχναν ότι ακόμα και μικρού μεγέθους πολεμικά ναυτικά μπορούσαν να αποκτούν μεγάλη και θανάσιμη ισχύ πυρός απέναντι σε μεγαλύτερους αντιπάλους.
Το Sea Shadow θεωρείται πως ναυπηγήθηκε το 1983-1985 και ακολούθησαν δοκιμές που «πάγωσαν» το 1986 και άρχισαν ξανά το 1993, με τα αποκαλυπτήρια του σκάφους. Τα stealth χαρακτηριστικά του απέναντι σε μοντέρνα συστήματα εντοπισμού και αισθητήρες, χάρη στον ιδιαίτερο σχεδιασμό του, ήταν αξιοσημείωτα, ενώ σε αυτό συνέβαλε και το σύστημα προώθησής του (ντίζελ- ηλεκτρικό). Ωστόσο υπήρχαν και μειονεκτήματα: Το σκάφος ήταν δύσκολο στη ναυπήγηση, έπιανε ταχύτητα μόλις 13-14 κόμβους και προφανώς δεν ήταν ικανό να μεταφέρει βαρύ οπλισμό. Ωστόσο δεν θεωρείται πως πρόκειται για κάποιου είδους αποτυχία, δεδομένου ότι κατασκευάστηκε κυρίως για ερευνητικούς σκοπούς, και του αποδίδονται εμπειρίες και συμπεράσματα που οδήγησαν στη μείωση του ίχνους ραντάρ των αντιτορπιλικών κλάσης Arleigh Burke (τα οποία βέβαια δεν είναι stealth)- και, πιο μακροπρόθεσμα, στα αντιτορπιλικά κλάσης Zumwalt, καθώς και σε άλλα σκάφη. Εν τέλει, το Sea Shadow πωλήθηκε και διαλύθηκε το 2012.