To E΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας θα λύσει τον Ιούνιο του 2019 το ζήτημα του εάν επιτρέπεται η δημιουργία εγκατάστασης ναυπήγησης στη ζώνη της ναυπηγοεπισκευής στο Πέραμα από τον ΟΛΠ. Η απόφαση του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου του κράτους κατέστη αναπόφευκτη μετά την απόφαση της επιτροπής εξέτασης ενδικοφανών προσφυγών της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης τον Αύγουστο του 2018. Προηγουμένως, ο ΟΛΠ είχε καταφύγει στη Διεύθυνση Βιομηχανίας, Ενέργειας και Φυσικών Πόρων της Περιφέρειας Αττικής, που επίσης είχε απορρίψει το αίτημα εγκατάστασης ναυπηγείου στη χερσαία ζώνη λιμένος, εκεί δηλαδή όπου βρίσκεται σήμερα η ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη του Περάματος. Ο ΟΛΠ στην προσφυγή των νομικών του υποστηρίζει ότι η υπηρεσία της Περιφέρειας εξέδωσε μια μη επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση. Στη δεύτερη περίπτωση, της απόρριψης της προσφυγής στην επιτροπή ενδικοφανών προσφυγών τον Αύγουστο του 2018, ο ΟΛΠ υποστηρίζει ότι ο οργανισμός έχει το δικαίωμα να δρομολογήσει εγκαταστάσεις ναυπηγοεπισκευαστικής δραστηριότητας κατά παρέκκλιση των νόμων που απαγορεύουν την εγκατάσταση οχλουσών βιομηχανιών στην Αττική.
Στην προσφυγή του στο ΣτΕ ο ΟΛΠ υποστηρίζει ότι η εταιρεία είχε εκ του νόμου και του καταστατικού της τη δυνατότητα εκτέλεσης ναυπηγικών δραστηριοτήτων, κάτι που είχε επιβεβαιωθεί με σχετική απόφαση του 2003. Ο ΟΛΠ επίσης υποστήριξε τον Αύγουστο του 2018 ότι χορηγήθηκε τέτοια άδεια σε άλλη ναυπηγική επιχείρηση, για την οποία όμως τόσο η Περιφέρεια όσο και η επιτροπή ενδικοφανών προσφυγών σημείωσαν ότι λειτουργούσε ήδη όταν της χορηγήθηκε η κατά παρέκκλιση άδεια.
Η πλευρά του ΟΛΠ υποστηρίζει ότι η σύμβαση παραχώρησης του 2016 μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και του ΟΛΠ περιλαμβάνει την πρόβλεψη ότι «ο ΟΛΠ θα υπέχει, με δικό του κίνδυνο και έξοδα, υποχρέωση για την παροχή όλων των υπηρεσιών […] που απαιτούνται για την παροχή, την παράδοση και την εκμίσθωση επιπρόσθετων υποδομών και ναυπηγοεπισκευαστικών δυνατοτήτων (συμπεριλαμβανομένων πλωτών δεξαμενών για την τροφοδοσία σκαφών Post Panamax ή μεγαλύτερων), με σκοπό την παροχή υπηρεσιών σε σκάφη μιας χωρητικότητας, που επί του παρόντος δεν εξυπηρετείται, για επισκευαστικούς σκοπούς στον λιμένα του Πειραιά, σε περιοχές που επί του παρόντος δεν φιλοξενούν ναυπηγοεπισκευαστικές δραστηριότητες».
Πάντα σύμφωνα με τη σύμβαση, οι τρίτοι θα μπορούν να επωφελούνται από τις υποδομές του ΟΛΠ, στην εγκατάσταση των οποίων ο οργανισμός δεσμεύεται ότι θα «προάγει τον ανταγωνισμό». Οι εκπρόσωποι των σωματείων των ναυπηγοεπισκευαστών δεν έχουν αντιρρήσεις να συνεργαστούν με τον ΟΛΠ και την Cosco, που ελέγχει το 51% του οργανισμού, αλλά κατηγορούν την ηγεσία του ότι θέλει να δημιουργήσει δεσπόζουσα θέση, την οποία στη συνέχεια επιθυμεί να αξιοποιήσει.
Η πλευρά του ΟΛΠ επικαλείται το γεγονός ότι οι δύο μεταγενέστεροι νόμοι του 2008 και του 2016 υπερτερούν έναντι του νόμου που το 2005 είχε απαγορεύσει σε ζώνη κατοικίας στην Αττική τη ναυπηγοεπισκευαστική δραστηριότητα υψηλής όχλησης. Η επιτροπή ενδικοφάνων προσφυγών είχε απορρίψει την ερμηνεία αυτή. Η πλευρά του ΟΛΠ καταγράφει τρεις περιπτώσεις που είτε είχαν δοθεί άδειες για πρόσθετες εγκαταστάσεις σε υφιστάμενα ναυπηγεία είτε είχαν ανανεωθεί άδειες υψηλής όχλησης σε χρόνους μεταγενέστερους του 2005, οπότε και ίσχυσε ο σχετικός νόμος για την απαγόρευση δημιουργίας παρόμοιων δραστηριοτήτων στην Αττική. Η σχετική νομοθεσία που απαγορεύει τις δραστηριότητες βαρείας περιβαλλοντικής όχλησης, σύμφωνα με τον ΟΛΠ, δεν έχει εφαρμογή στη λεγόμενη χερσαία λιμενική ζώνη, που εκτείνεται από το κεντρικό λιμάνι του Πειραιά και την Κυνοσούρα Σαλαμίνας εκτός του σχεδίου των όμορων πόλεων, όπως ο Πειραιάς, το Κερατσίνι-Δραπετσώνα, το Πέραμα και τα Αμπελάκια Σαλαμίνας. Για να ενισχύσει τα επιχειρήματά του, ο ΟΛΠ επικαλείται απόφαση της Επιτροπής Σχεδιασμού Ανάπτυξης Λιμένων του 2012 που καθορίζει τη χρήση γης του ΟΛΠ στο Πέραμα. Η δραστηριότητα σε αυτήν την περιοχή είναι προϋπάρχουσα κατά τους νομικούς εκπροσώπους του ΟΛΠ. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι των ναυπηγοεπισκευαστών επικαλούνται ένα σημείο της σύμβασης παραχώρησης σύμφωνα με το οποίο ο ΟΛΠ πρέπει να αποφύγει να αναπτύξει εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα.