ην ώρα που οι κάτοικοι εγκατέλειπαν τη Θεσσαλονίκη αναζητώντας τις πλησιέστερες παραλίες, εκατοντάδες τουρίστες κατέφταναν στο λιμάνι της πόλης, αποβιβαζόμενοι από τα δύο κρουαζιερόπλοια που έδεναν ταυτόχρονα την Κυριακή.
Οι δύο πλωτές «πολυκατοικίες» που ξεχωρίζουν πάνω από τα ιστορικά κτίρια και τις αποθήκες του λιμανιού φέρνουν μαζί τους περίπου 3.000 επιβάτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων από την Αμερική, την Αυστραλία και τον Καναδά. Πόσοι όμως από αυτούς θα κατέβουν να δουν την πόλη και τι θα ξοδέψουν στην τοπική της αγορά;
Το ερώτημα ήρθε έντονα στο προσκήνιο ιδιαίτερα μετά την έναρξη λειτουργίας του 2ου Επιβατικού Σταθμού στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, που επέτρεψε για πρώτη φορά την ταυτόχρονη έλευση δύο κρουαζιερόπλοιων, γεγονός που εορτάστηκε με αμφιλεγόμενο τρόπο στις αρχές του φετινού Ιουνίου.
Η Θεσσαλονίκη είχε θέσει εδώ και καιρό, με συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων, στόχο να μπει στον χάρτη της κρουαζιέρας και φέτος κατάφερε να αυξήσει τα κρουαζιερόπλοια που θα δέσουν στο λιμάνι της. «Το 2021 είχαμε 17 αφίξεις κρουαζιερόπλοιων, το 2021, 61 και το 2023 έχουν προγραμματιστεί 68», σημείωσε μιλώντας στην «Κ» η Θεοδώρα Ρήγα, γενική εμπορική διευθύντρια και διευθύντρια στρατηγικής επικοινωνίας του Οργανισμού Λιμένα Θεσσαλονίκης. «Ο κλάδος της κρουαζιέρας αναβαθμίζεται και εμείς έχουμε μπει στον χάρτη. Απλά, χρειάζεται χρόνος για να φανούν τα αποτελέσματα. Τα αρχικά αποτελέσματα όμως πιστεύω ότι έχουν ήδη φανεί», πρόσθεσε.
Το 2023 αναμένεται να έρθουν στη Θεσσαλονίκη μέσω κρουαζιερόπλοιων 80.000 επισκέπτες και περίπου 30.000 μέλη πληρώματος.
Το αποτύπωμα της κρουαζιέρας
Για να οριστεί το πραγματικό αποτύπωμα της κρουαζιέρας στην πόλη, ο ΟΛΘ και ο Οργανισμός Τουρισμού Θεσσαλονίκης ανέθεσαν στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά σχετική έρευνα για τον κοινωνικο-οικονομικό αντίκτυπο της κρουαζιέρας. Τα στοιχεία συλλέγονται μέσω ερωτηματολογίων που συμπληρώνονται από τους επιβάτες όταν επιστρέφουν στο πλοίο. Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα, που προέκυψαν από την ανάλυση των δεδομένων του χειμώνα (2022), φαίνεται πως το 20% των επιβατών μένει στο πλοίο, το 35% επιλέγει να κάνει μια εκδρομή σε κοντινό προορισμό και το υπόλοιπο 45% κινείται στην πόλη. Ο Θάνος Πάλλης, καθηγητής Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά που ηγείται της έρευνας, ανέφερε πως κάθε επιβάτης κρουαζιεροπλοιού που κατεβαίνει στη Θεσσαλονίκη ξοδεύει 54 ευρώ, ενώ καθένας που επιλέγει μια εκδρομή, 99 ευρώ. Αντίστοιχα, κάθε μέλος του πληρώματος ξοδεύει 105 ευρώ. Συνολικά, το οικονομικό αποτύπωμα υπολογίζεται στα 10,8 εκ. ευρώ για την πόλη και μεταφράζεται στη δημιουργία 111 θέσεων εργασίας. «Τα στοιχεία αυτά τα συλλέξαμε τον χειμώνα που οι άνθρωποι ξοδεύουν λιγότερο γιατι ο καιρός δεν είναι παντα ευνοϊκός. Τα δεδομένα αυτά θα βελτιωθούν μέσα στο καλοκαίρι που οι άνθρωποι έχουν την τάση να κυκλοφορούν και να ξοδεύουν περισσότερο», επισήμανε. Κατά τον ίδιο, τα ποσά αυτά κυμαίνονται περίπου στον μέσο όρο. «Σύμφωνα με έρευνα του 2016, και στη Βαρκελώνη περίπου 55 ευρώ ξοδεύει ο επιβάτης της κρουαζιέρας», τόνισε, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι στην περίπτωση της ισπανικής πόλης τα οικονομικά οφέλη είναι πολύ μεγαλύτερα στις εκδρομές ή τις άλλες τουριστικές δραστηριότητες.
Το 20% των επιβατών μένει στο πλοίο, το 35% επιλέγει να κάνει μια εκδρομή σε κοντινό προορισμό και το υπόλοιπο 45% κινείται στην πόλη.
Το πιο θετικό ωστόσο στοιχείο από την έρευνα, κατά τον καθηγητή, είναι πως 9 στους 10 επιβάτες της κρουαζιέρας δηλώνουν πως θα προτείνουν σε άλλους τη Θεσσαλονίκη, ενώ ένα ποσοστό αυτών δηλώνει πρόθυμο να επισκεφθεί ξανά την πόλη. «Στόχος είναι να πάρουν μια καλή εικόνα για το τι προσφέρει η περιοχή και έπειτα να έρθουν για κανονικές διακοπές», τόνισε η Θεοδώρα Ρήγα, λέγοντας πως σε αυτή τη λογική συμβάλλουν και οι εκδρομές σε προορισμούς όπως η Χλακιδική ή η Βεργίνα. Οπως πρόσθεσε, η Θεσσαλονίκη έχει το σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το λιμάνι της να βρίσκεται στην καρδιά της πόλης και να είναι σε μικρή απόσταση από τόσα μνημεία της UNESCO.
«Μόνο τη σκόνη βλέπουμε»
Παρότι στους κεντρικούς δρόμους έχουν ήδη περπατήσει φέτος χιλιάδες τουρίστες, οι έμποροι δεν έχουν προσέξει κάποια θετική αλλαγή στον τζίρο τους. «Οι παλιοί έμποροι έλεγαν “και τη σκόνη να πάρεις, καλό είναι”. Εμείς μόνο τη σκόνη βλέπουμε προς το παρόν», σχολίασε ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Παντελής Φιλιππίδης, μιλώντας για το αποτύπωμα της κρουαζιέρας στο τοπικό εμπόριο. Οπως υποστήριξε, τα αμιγώς εμπορικά καταστήματα δεν έχουν βοηθηθεί μέχρι τώρα, ωστόσο ο εμπορικός κόσμος βλέπει θετικά την άνοδο της κρουαζιέρας. «Είναι καλό, αν μπορέσουμε και καταφέρουμε, να βρούμε έναν τρόπο να ξοδεύουν στην αγορά της Θεσσαλονίκης», τόνισε.
Την ίδια εντύπωση έχει και γνώστης του τουρισμού, η δουλειά του οποίου τον φέρνει στο λιμάνι συχνά. «Τους βλέπουμε όταν επιστρέφουν στο πλοίο. Δεν κρατούν σακούλες στα χέρια», λέει χαρακτηριστικά.
Οσο πιο ελκυστική γίνεται μια πόλη, τόσο αυξάνει τα έσοδα που μπορεί να έχει από το συγκεκριμένο είδος τουρισμού.
Εχοντας μελετήσει το αποτύπωμα της κρουαζιέρας σε διάφορες πόλεις, ο κ. Πάλλης σημείωσε πως όσο πιο ελκυστική γίνεται μια πόλη, τόσο αυξάνει τα έσοδα που μπορεί να έχει από το συγκεκριμένο είδος τουρισμού. Στην ερώτηση τι μπορεί να βελτιωθεί ώστε η Θεσσαλονίκη να γίνει πιο ελκυστική, η εμπειρία των τουριστών πιο θετική και η παρουσία τους δυνητικά πιο προσοδοφόρα, η Βούλα Πατουλίδου, πρόεδρος του Οργανισμού Τουρισμού Θεσσαλονίκης και Αντιπεριφερειάρχης της Μητροπολιτικής Ενότητας Θεσσαλονίκης απάντησε πως μπορούν να γίνουν βελτιώσεις στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, στους ποδηλατοδρόμους αλλά και στο ζήτημα της καθαριότητας. «Πολλοί στηλιτεύουν το ζήτημα των γκράφιτι», τόνισε.
Πότε η κρουαζιέρα γίνεται πρόβλημα
Η κ. Πατουλίδου υπογράμμισε πως ήδη στο τρέχον έτος περίπου τα μισά δρομολόγια δίνουν τη δυνατότητα επιβίβασης στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και αποβίβασης από αυτό, γεγονός που σημαίνει πως κάποιοι εκ των επιβατών θα έχουν περισσότερο χρόνο να αφιερώσουν στην πόλη ή θα επιλέξουν να διανυκτερεύσουν στη Θεσσαλονίκη για να ανέβουν στο κρουαζιερόπλοιο το επόμενο πρωί. «Αυτό δείχνει τη δυναμική που αναπτύσσει το λιμάνι μας», σημείωσε. «Στόχος μας είναι να αναπτυχθεί όσο περισσότερο γίνεται η κρουαζιέρα», υπογράμμισε με τη σειρά της η κ. Ρήγα από τον ΟΛΘ.
Ο Θανάσης Πάλλης ωστόσο, βάζει συγκεκριμένες παραμέτρους στο ζήτημα της ανόδου της κρουαζιέρας ώστε από πλεονέκτημα να μην μετατραπεί σε μειονέκτημα για την πόλη. Ο ίδιος υποστήριξε πως εάν η Θεσσαλονίκη θελήσει να πάει σε μεγαλύτερα μεγέθη, πρέπει να υπάρξει συντονισμός και προγραμματισμός, τόσο από πλευράς του λιμανιού ώστε να μην συμπίπτουν όλες οι αφίξεις την ίδια ημέρα και υπερφορτώνεται η πόλη, όσο και από πλευράς πόλης ώστε να προσφέρει επιλογές στους επισκέπτες. Ο ίδιος έφερε ως παράδειγμα τη Γαλλική Ριβιέρα, η οποία έχει θέσει ημερήσιο όριο αριθμού ατόμων και σε συνεννόηση με τους φορείς δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να περάσουν καλά.
Οταν απουσιάζει ο προγραμματισμός, προκαλείται μια υπερφόρτωση των υποδομών που λειτουργεί σαν μπούμερανγκ. Ο καθηγήτής έφερε ως παράδειγμα τη Σαντορίνη και τη Μύκονο. «Στη Μύκονο βρίσκονται εννιά πλοία την ημέρα, δηλαδή 25.000 ανθρώποι. Σκεφτείτε ότι η Θεσσαλονίκη έχει 80.000 ανθρώπους ετησίως. Πώς μπορεί να αντέξει ένα νησί με συγκεριμένους δρόμους και υποδομές, ακόμα και αν είναι το πλέον τουριστικό;», διερωτήθηκε υποστηρίζοντας πως εξαιτίας των αρνητικών αυτών παραδειγμάτων υπάρχει μια φοβία προς την κρουαζιέρα και το τι μπορεί να φέρει σε μια πόλη-λιμάνι.